πρωτοχρονιάτικος

πρωτοχρονιάτικος
η , ο новогодний;

πρωτοχρονιάτικο δώρο — новогодний подарок;

πρωτοχρονιάτικες ευχές — новогодние пожелания


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πρωτοχρονιάτικος" в других словарях:

  • πρωτοχρονιάτικος — η, ο, Ν [πρωτοχρονιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοχρονιά ή αυτός που αρμόζει στην πρωτοχρονιά («πρωτοχρονιάτικα έθιμα»). επίρρ... πρωτοχρονιάτικα Ν κατά την πρωτοχρονιά …   Dictionary of Greek

  • πρωτοχρονιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοχρονιά: Πρωτοχρονιάτικα δώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιοβασιλιάτικος — και αϊβασιλιάτικος, η, ο [άγιος Βασίλης, αϊ Βασίλης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γιορτή τού αγίου Βασιλείου ή αυτός που συνηθίζεται τη μέρα τής Πρωτοχρονιάς, πρωτοχρονιάτικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αγιοβασιλιάτικα τα φιλοδωρήματα, οι… …   Dictionary of Greek

  • αγιοβασιλιάτικος — η, ο εκείνος που αναφέρεται στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, πρωτοχρονιάτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»